αφοσιώνομαι

αφοσιώνομαι
αφοσιώνομαι, αφοσιώθηκα, αφοσιωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αφοσιώνομαι — ώθηκα, ωμένος, διαθέτω τον εαυτό μου ολοκληρωτικά σε κάτι, αφιερώνομαι: Αφοσιώθηκε στην ανατροφή των παιδιών της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • προσαφοσιούμαι — όομαι, Μ αφοσιώνομαι πολύ σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀφοσιοῦμαι «αφοσιώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσκολλώ — άω, ΝΑ 1. κολλώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο με κολλώδη ουσία, προσαρμόζω 2. παθ. προσκολλώμαι, άομαι·μτφ. εμμένω σταθερά, αφοσιώνομαι («ψυχαὶ προσκεκολλημέναι Θεῷ», Φίλ.) νεοελλ. 1. στρ. τοποθετώ προσωρινά αξιωματικό, υπαξιωματικό ή οπλίτη σε μια… …   Dictionary of Greek

  • προσψύχω — Α 1. (για άνεμο) πνέω ψυχρός 2. αφοσιώνομαι με την ψυχή και το σώμα μου, αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά 3. μτφ. πονώ για κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ψύχω «ψυχραίνω, κρυώνω»] …   Dictionary of Greek

  • σεβίζω — Α [σέβας] 1. λατρεύω, τιμώ («εὐχαῑσι θεοὺς σεβίζουσ ἕξεις εὐαμερίαν», Ευρ.) 2. (με αιτ. ή γεν. τής αιτίας) θαυμάζω κάποιον για κάτι 3. αφοσιώνομαι σε κάποιον («καινὰ λέχη σεβίζω» αφοσιώνομαι στην νέα μου σύζυγο, Ευρ.) 4. (σχετικά με θάνατο ή… …   Dictionary of Greek

  • ανίημι — ἀνίημι (Α) 1. στέλνω προς τα πάνω («Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, Ὅμηρος, «ἀφρὸν ἀνίημι», βγάζω αφρό Αισχύλος) 2. αναδίδω, βγάζω, κάνω να φυτρώσει (αποδίδεται σε θεούς ή στη γη 3. (για γυναίκα) γεννώ 4. κάνω ν ανέβει στην επιφάνεια (από τον… …   Dictionary of Greek

  • απορροφώ — ( έω κ. άω) (Α ἀπορροφῶ, έω) ρουφώ κάτι, προσλαμβάνω κάτι με απορρόφηση νεοελλ. 1. απασχολώ εξολοκλήρου τη σκέψη κάποιου 2. μέσ. αφοσιώνομαι εξολοκλήρου σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”